- εκστροφή
- η (AM ἐκστροφή)1. η ενέργεια τού εκστρέφω, στροφή προς τα έξω, αναστροφή2. διαστροφή, στρέβλωση, εξάρθρωση, μετάθεση3. μεταβολή τών αγενών μετάλλων σε χρυσάφι4. ιατρ. η προς τα έξω αναστροφή (βλεννογόνου υμένα, μήτρας κ.λπ.)5. (για μάτια) προεκβολή.
Dictionary of Greek. 2013.